- ιμπεριαλιστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό2. κατακτητικός, επεκτατικός («ιμπεριαλιστική πολιτική»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialistic < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + -istic].
Dictionary of Greek. 2013.