ιμπεριαλιστικός

ιμπεριαλιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό
2. κατακτητικός, επεκτατικός («ιμπεριαλιστική πολιτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialistic < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + -istic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιμπεριαλιστικός — ή, ό επίρρ. ά κατακτητικός, επεκτατικός: Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. – Ιμπεριαλιστική πολιτική. – Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λένιν — (Lenin, Σιμπίρσκ 1870 – Γκόρκι, Μόσχα 1924). Ψευδώνυμο του Ρώσου επαναστάτη, θεωρητικού του κομουνισμού, ιδρυτή του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Vladimir Ilich Ulianov). Τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του Λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”